- κινάκης
- κινάκηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινάκης — και ἀκινάκης, ο (Α) είδος περσικού ξίφους … Dictionary of Greek
κινάκη — κινάκης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АКИНАК — • Acinăces, ακινάκης, короткая прямая персидская сабля, которую носили у правого бока. Hdt. 7, 54. Horat. Od. 1, 27, 5 … Реальный словарь классических древностей